Κατανάλωση αλκοόλ και κίνδυνος άνοιας

2023-03-04

Η άνοια είναι μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες του γηράσκοντος πληθυσμού παγκοσμίως, καθώς συνεπάγεται απώλεια πνευματικής και σωματικής ανεξαρτησίας. Η πρόσληψη αλκοόλ έχει θεωρηθεί παράγοντας κινδύνου για άνοια. Το γεγονός ότι είναι τροποποιήσιμο το παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μια πρόσφατη μελέτη εξετάζει τη σχέση μεταξύ της χρήσης αλκοόλ και του κινδύνου άνοιας, καθώς και τις αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης αλκοόλ. Τα αποτελέσματα μπορεί να βοηθήσουν στη διαμόρφωση συμβουλών υγείας σχετικά με το ποτό.
Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι η άνοια είναι πιο πιθανή σε άτομα που πίνουν πολύ, ενώ η ήπια έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο. Δεν είναι γνωστά πολλά για το πώς οι αλλαγές στην κατανάλωση αλκοόλ σχετίζονται με τον κίνδυνο άνοιας. 

Η τρέχουσα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network , εξέτασε μια ομάδα σχεδόν τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων στη Νότια Κορέα, με μέση ηλικία τα 55. Τα δεδομένα προέρχονται από τη βάση δεδομένων της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλισης Υγείας της Κορέας, η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες που έχουν συνδεθεί από δύο εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2009 και 2011.

Ο στόχος ήταν να αξιολογηθεί η επίδραση της αλλαγής των προτύπων κατανάλωσης αλκοόλ στον κίνδυνο άνοιας σε σύγκριση τόσο με τους μη πότες όσο και με εκείνους που συνέχισαν να πίνουν πολύ. Σχεδόν ίσα μέρη ανδρών και γυναικών περιελήφθησαν  στη μελέτη. Κανένας δεν είχε προϋπάρχουσα άνοια, καρκίνο ή καρδιαγγειακή νόσο και κανένας δεν πέθανε εντός ενός έτους από τη δεύτερη εξέταση.
Τα επίπεδα κατανάλωσης αλκοόλ ταξινομήθηκαν ως μηδενικά, ήπια, μέτρια και βαριά. Αυτές οι κατηγορίες αποτελούσαν το ~55%, ~27%, 11% και ~7%, αντίστοιχα. Τα τελευταία τρία αντιστοιχούν σε <15, 15-29,9 και 30 g/ημέρα, αντίστοιχα.

Κατά τη διάρκεια των δύο ετών που μεσολάβησαν μεταξύ των εξετάσεων, οι αλλαγές στην κατανάλωση αλκοόλ ταξινομήθηκαν ως μη πότες, αυτοί που παραιτήθηκαν, αυτοί που το μείωσαν, αθτοί που συνέχισαν την ίδια ποσότητα και αυτοί που την αύξησαν. Περίπου το ένα τέταρτο των ήπιων καταναλωτών, το ~8% των μέτριας κατανάλωσης και το ~7,5% των βαρέων καταναλωτών σταμάτησαν το ποτό. Αντίθετα, όσοι το αύξησαν αποτελούσαν το 14% αυτών που ήταν μη πότες, ~16% αυτών με την ήπια κατανάλωση και ~17% αυτών με τη μέτρια κατανάλωση.

Μεταξύ εκείνων που διατήρησαν την ψηλότερη κατανάλωση καθ' όλη τη διάρκεια, η μέση ηλικία ήταν η υψηλότερη, με τρεις στους τέσσερις να είναι γυναίκες και το ~85% να είναι μη καπνιστές. Μεταξύ αυτών που διέκοψαν το ποτό, επίσης, η μέση ηλικία ήταν υψηλότερη, οι περισσότερες ήταν γυναίκες και μη καπνίστριες, που ασκούνταν τακτικά και είχαν χαμηλότερα εισοδήματα.
Οι ερευνητές αναζήτησαν νέες περιπτώσεις της νόσου του Αλτσχάιμερ (AD), της αγγειακής άνοιας (VD) ή άλλης άνοιας.

Τα αποτελέματα ήταν τα ακόλουθα:
Υπήρχαν λίγο περισσότερες από 100.000 περιπτώσεις άνοιας από όλες τις αιτίες, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν 80.000 AD και ~ 11.000 περιπτώσεων VD.

Σε σύγκριση με του μη πότες, ο κίνδυνος άνοιας μειώθηκε κατά ένα πέμπτο μεταξύ εκείνων που συνέχισαν να πίνουν ήπια κατά τη διάρκεια των δύο ετών μεταξύ των εξετάσεων. 

Μεταξύ αυτών με σταθερά μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, η μείωση ήταν συγκρίσιμη, στο ~17%.

 Όσοι έπιναν πολύ είχαν μια μικρή αύξηση στον κίνδυνο άνοιας για όλες τις αιτίες κατά 8%.


Σε σύγκριση με όσους συντηρούσαν το αντίστοιχο επίπεδο κατανάλωσης, εκείνοι που μείωσαν την βαριά κατανάλωση αλκοόλ σε μέτρια επίπεδα, είχαν ~10% χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας από οποιαδήποτε αιτία, αλλά 12% μείωση του κινδύνου AD.

 Ομοίως, όσοι άρχισαν να πίνουν ήπια είχαν το ίδιο επίπεδο μείωσης του κινδύνου, με την ίδια ομάδα σύγκρισης.

Όσοι σταμάτησαν να πίνουν και εκείνοι που αύξησαν το αλκοόλ εμφάνισαν υψηλότερο κίνδυνο σε σύγκριση με εκείνους που συνέχισαν να πίνουν στο ίδιο επίπεδο. Όσοι μετακινήθηκαν από ήπια σε μέτρια και από μέτρια σε βαριά κατανάλωση αλκοόλ, αντίστοιχα, εμφάνισαν αύξηση 9% και 16% στον κίνδυνο άνοιας, αντίστοιχα. Η μεγαλύτερη αύξηση του κινδύνου, κατά 37%, ήταν μεταξύ εκείνων που έπιναν ήπια στην αρχή, αλλά προχώρηαν ε βαριά κατανάλωση ως τη δεύτερη εξέταση.

Οι αναλογίες AD και VD δεν άλλαξαν σημαντικά.

Σε μια υποομάδα για την οποία τα δεδομένα κατανάλωσης αλκοόλ ήταν διαθέσιμα σε τρίτη χρονική στιγμή τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη εξέταση, υπήρξε μείωση του κινδύνου κατά 25% μεταξύ εκείνων που συνέχισαν να πίνουν σε ήπια ή μέτρια επίπεδα σε σύγκριση με τους μη πότες. 

Ομοίως, όσοι είχαν αρχίσει να πίνουν αυτή την ποσότητα αλκοόλ κατά τη δεύτερη εξέταση και συνέχισαν έτσι δύο χρόνια αργότερα, παρουσίασαν μείωση του κινδύνου κατά 18%. 

Όσοι διέκοψαν το ποτό το διάστημα 2011-2013  είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας.

Τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας μεταξύ εκείνων που πίνουν ήπια έως μέτρια, σε σύγκριση με τους μη πότες. Και πάλι, όταν οι άνθρωποι που έπιναν πολύ έριξαν το επίπεδο κατανάλωσης σε μέτρια επίπεδα, ο κίνδυνος άνοιας μειώθηκε.
Για πρώτη φορά, μία μελέτη δείχνει μείωση του κινδύνου άνοιας μεταξύ εκείνων που άρχισαν να πίνουν ελαφρά μετά την αρχική εξέταση. 

Ωστόσο, οι ερευνητές προσθέτουν μια προειδοποίηση ότι η αυτοαναφερόμενη κατανάλωση αλκοόλ συνήθως υποτιμάται.
Υπάρχει μια απότομη αύξηση του κινδύνου άνοιας όταν ξεπεραστεί το όριο της μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ. Μεταξύ εκείνων που έπιναν πολύ και τακτικά, ο κίνδυνος ήταν αυξημένος.

Το αλκοόλ σε ήπιες έως μέτριες ποσότητες μπορεί να μειώσει τη νευροφλεγμονή, να βελτιώσει τη λειτουργία των αιμοπεταλίων και να αυξήσει το επίπεδο της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας («καλή χοληστερόλη»). Σε περίσσεια, όμως, το αλκοόλ είναι δηλητήριο των νεύρων και προκαλεί ανεπάρκεια πολλών βασικών θρεπτικών συστατικών. Τα υψηλά επίπεδα αλκοόλ ενισχύουν επίσης τη συσσώρευση της μη φυσιολογικής πρωτεΐνης tau στον εγκέφαλο, μαζί με τον θάνατο των χολινεργικών νευρώνων, οδηγώντας σε σχετική απώλεια της ακετυλοχολίνης, ενός σημαντικού μορίου νευροδιαβιβαστή.

Η μελέτη δεν διερευνά ασθένειες και θανάτους από μη άνοιες αιτίες που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ. Αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή δυνατότητα εθισμού του αλκοόλ, μπορεί να εξηγήσει γιατί οι περισσότερες ιατρικές οδηγίες αποθαρρύνουν την κατανάλωση αλκοόλ σε οποιοδήποτε επίπεδο, ακόμη και για λόγους υγείας.

Επιπλέον, ο ατομικός μεταβολισμός και οι συστατικοί φαινότυποι της αφυδρογονάσης της ακεταλδεΰδης καθορίζουν την ευαισθησία ενός ατόμου στο αλκοόλ και πόσο καλά μπορούν να ανεχθούν το ποτό, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την πρόβλεψη του αποτελέσματος σε ατομική βάση.
Μια σύγχυση σε αυτή τη μελέτη μπορεί να προέλθει από το γεγονός ότι η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ γίνεται σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, οι οποίες είναι γνωστό ότι σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο άνοιας. Δεύτερον, πολλοί ή περισσότεροι άνθρωποι που κόβουν το αλκοόλ το κάνουν επειδή αρρωσταίνουν, συχνά με καρδιομεταβολική νόσο, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει τον υψηλότερο κίνδυνο άνοιας μεταξύ των αποχόντων. Τέλος, ο υψηλότερος κίνδυνος μεταξύ των ατόμων που απέχουν θα μπορούσε να εξηγηθεί από την υψηλότερη ηλικία και το γυναικείο φύλο, τα οποία αποτελούν παράγοντες κινδύνου άνοιας.

Πηγή:

Changes in alcohol consumption and risk of dementia in a nationwide cohort in South Korea. JAMA Network. doi:10.1001/jamanetworkopen.2022.54771. https://jamanetwork.com/journals/jamanetworkopen/fullarticle/2800994